ὑποβρέμω

ὑποβρέμω
ὑποβρέμω,
A roar or rumble beneath,

ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς A.Pr.433

(lyr.), cf. Orph.A.1267:—[voice] Med., Nic.Al.290.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποβρέμω — Α βουίζω, ηχώ από κάτω («κελαινὸς δ Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γαῑ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρέμω «ηχώ»] …   Dictionary of Greek

  • ὑποβρέμει — ὑποβρέμω roar pres ind mp 2nd sg ὑποβρέμω roar pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρέμεται — ὑποβρέμω roar pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβρέμουσαν — ὑποβρέμω roar pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… …   Dictionary of Greek

  • υποβρομώ — έω, Α ὑποβρέμω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρομῶ «ηχώ, βουΐζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”